Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το καφάσι (

  • 1 решётка

    решётка ж το καφάσι (деревянная)· το κάγκελο, το κιγκλίδωμα (ограда)
    * * *
    ж
    το καφάσι ( деревянная); το κάγκελο, το κιγκλίδωμα ( ограда)

    Русско-греческий словарь > решётка

  • 2 решетка

    решетк||а
    ж
    1. τά κάγκελα, οἱ κιγκλί-δες, τό κιγκλίδωμα I τό καφάσι (деревянная)/ τά σίδερα (тюремная)·
    2. (часть топки) ἡ σχάρα· ◊ посадить кого-л. за \решеткау разг βάζω στή φυλακή.

    Русско-новогреческий словарь > решетка

  • 3 черт

    черт
    м ὁ διάβολος, ὁ δαίμονας, ὁ δαί· μων:
    к \черту! στό διάβολο!· \черт бы его побрал! νά τόν πάρει ὁ διάβολος!· \черт возьми! νά πάρει ὁ διάβολος!· один \черт τά ἰδια καί χειρότερα· до \черта τόσα πού σοῦ φεύγει τό καφάσι, πάρα πολύ· к \черту и а рога, к \черту на кулички στοῦ διαβόλου τή μάννα· чем \черт не шутит ὅλα νά τά περιμένεις· \черт его́ знает ὁ διά(β)ολος ξέρει· \черт знает что! ὁ διάολος ξέρει τί· что за \чертΙ τί διά(β)ολο!· тут сам \черт но́гу сломит ἐδῶ κι ὁ διά(β)ολος δέν τά βγάζει πέρα· не так страшен \черт, как его́ малюют ὁ διάβολος δέν εἶναι τόσο τρομερός ὅσο τόν παριστάνουν.

    Русско-новогреческий словарь > черт

  • 4 вольер

    α., κ. вольера, -ы θ. κλούβα, κλουβί ζώων ή πτηνών, καφάσι.

    Большой русско-греческий словарь > вольер

См. также в других словарях:

  • καφάσι — το (λ. τουρκ.) 1. διχτυωτό κάγκελο: Του χάλασε το καφάσι. 2. κρανίο: Θα μου φύγει το καφάσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καφάσι — (I) το 1. λεπτό ξύλινο δικτυωτό πλέγμα στα παράθυρα τών παλιών μουσουλμανικών σπιτιών ή και στον γυναικωνίτη χριστιανικών εκκλησιών για να προστατεύονται οι γυναίκες από τα βλέμματα τών ανδρών 2. μικρό κιβώτιο χωρίς σκέπασμα, από παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • καφασωτός — ή, ό 1. αυτός που έχει καφάσι, που έχει περιφραχθεί με καφάσι («καφασωτά παράθυρα») 2. αυτός που μοιάζει με καφάσι, ο δικτυωτός 3. το ουδ. ως ουσ. το καφασωτό α) το δικτυωτό πλέγμα τών παραθύρων β) το δικτυωτό παράθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφάσι +… …   Dictionary of Greek

  • ακαφάσωτος — η, ο αυτός που δεν έχει καφάσι, δικτυωτό ξύλινο πλέγμα (αποδίδεται σε παράθυρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καφασωτός < καφασώνω] …   Dictionary of Greek

  • cafas — CAFÁS, cafasuri, s.n. (înv. şi reg.) 1. Încăpere deschisă în catul de sus al unei case sau într un turn, din care se poate privi nestingherit în afară; foişor. 2. Balcon unde cântă corul într o biserică. ♦ Balcon din care familia domnitorului… …   Dicționar Român

  • ακαφάσωτος — η, ο αυτός που δεν έχει καφάσι, δικτυωτό κιγκλίδωμα: Το παράθυρο αυτό ήταν ακαφάσωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικτυωτός — ή, ό 1. αυτός που σχηματίζει δίκτυο ή είναι πλεγμένος σαν δίχτυ: Δικτυωτή κάλτσα. 2. το ουδ. ως ουσ., δικτυωτό το καφάσι, το καφασωτό που τοποθετούσαν στα παράθυρα και αλλού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καφασωτός — ή, ό αυτός που έχει καφάσι: Έχει καφασωτά παράθυρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»